Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παυσίπονος
1 εγγραφή
παυσίπονος -η -ο [pafsíponos] Ε5 : που σταματά ή που ανακουφίζει τον πόνο: Παυσίπονα φάρμακα. Παυσίπονες ουσίες. || (ως ουσ.) το παυσίπονο, φάρμακο για τους πόνους: H ασπιρίνη είναι το πιο γνωστό παυσίπονο.

[λόγ. < αρχ. παυσίπονος `που βάζει τέλος στους κόπους΄ κατά την εξέλ. της σημ. της λ. πόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες