Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατσουλί
1 εγγραφή
πατσουλί το [patsulí] Ο43 : α. (σπάν.) αιθέριο έλαιο από εξωτικό φυτό, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. β. (συνήθ.) δυνατό αλλά φτηνό άρωμα, συνήθ. όχι ευχάριστο: Aφήνει πίσω του μια έντονη μυρωδιά πατσουλιού.

[λόγ.(;) < γαλλ. patchouli < αγγλ. patchouli (από γλ. της Ινδίας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες