Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατρονίστ
1 εγγραφή
πατρονίστ ο [patroníst] θηλ. πατρονίστ [patroníst] Ο (άκλ.) & πατρονίστας ο [patronístas] Ο3 θηλ. πατρονίστα [patronísta] Ο25 : αυτός που σχεδιάζει πατρόν: Σπούδασε ~. Zητούνται ~ μοντελίστ.

[λόγ. πατρόν γαλλ. επίθημα -ist (πρβ. σολίστ)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· πατρον(ίστ) -ίστας· πατρον(ίστας) -ίστα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες