Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατριδολάτρης
1 εγγραφή
πατριδολάτρης ο [patriδolátris] Ο10 θηλ. πατριδολάτρισσα [patriδolá trisa] Ο27 : αυτός που αγαπάει πολύ, που λατρεύει την πατρίδα του.

[λόγ. πατριδ- (δες πατρίδα) -ο- + -λάτρης· λόγ. πατριδολάτρ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες