Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατριαρχικός
2 εγγραφές [1 - 2]
πατριαρχικός 1 -ή -ό [patriarxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πατριάρχη: ~ θρόνος. Πατριαρχική ράβδος / μίτρα / εγκύκλιος. Πατριαρχικό αξίωμα.

[λόγ. < μσν. πατριαρχικός < πατριάρχ(ης) -ικός]

πατριαρχικός 2 -ή -ό : 1. (κοινων.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην πατριαρχία ως κοινωνική μορφή οργάνωσης. ANT μητριαρχικός: Πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας. Πατριαρχική οικογένεια, που έχει ως αρχηγό το μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα και που στηρίζεται στη διαδοχή κυρίως μέσο των αρρένων. 2. που έχει ή που τον χαρακτηρίζουν συντηρητικές, αυστηρές αρχές: Πατριαρχική οικογένεια / συμπεριφορά. πατριαρχικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αγγλ. patriarchical < patriarch(y) = πατριαρ χ(ία) 2 -ical = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες