Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατρίκιος
1 εγγραφή
πατρίκιος ο [patríkios] Ο19 θηλ. πατρικία [patrikía] Ο25 στις σημ. 1, 2 : 1. Ρωμαίος πολίτης που ανήκε στην ανώτερη κοινωνική και πολιτική τάξη, σε αντιδιαστολή προς τον πληβείο. 2. τιμητικός τίτλος ανώτατων αρχόντων και ηγεμόνων στο Bυζάντιο. 3. (μτφ.) αυτός που ανήκει στην ανώτερη κοινωνική και οικονομική τάξη. (έκφρ.) οι πατρίκιοι και οι πληβείοι*.

[λόγ.: 1, 2: ελνστ. πατρίκιος < λατ. patrici(us) -ος· 3: σημδ. γαλλ. patricien (< λατ. patricius)· λόγ. < μσν. πατρικία < πατρίκ(ιος) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες