Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατητός
1 εγγραφή
πατητός -ή -ό [patitós] Ε1 : 1. που γίνεται με πάτημα (με συμπίεση): Πατητά σύκα, ξερά σύκα. Πατητό χώμα, πατημένο. 2. (ως ουσ.) η πατητή: α. (ραπτ.) τρόπος ραφής με το χέρι, που μοιάζει με μονό γαζί. β. (τεχν.) τσιμεντοκονία της οποίας η τελευταία στρώση πατιέται (συμπιέζεται) με μυστρί. πατητά ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. πατητός `πατημένος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες