Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατητής
1 εγγραφή
πατητής ο [patitís] Ο7 : αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι.

[ελνστ. πατητής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες