Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατερναλιστικός
1 εγγραφή
πατερναλιστικός -ή -ό [paternalistikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον πατερναλισμό. πατερναλιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αγγλ. paternalistic < pater nalis(m) = πατερναλισ(μός) -tic = -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες