Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατερμά
1 εγγραφή
πατερμά τα [patermá] Ο38 : (λαϊκότρ.) προσευχή: Kάνει τα ~ της.

[πληθ. της φρ. πάτερ ημών με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε [r] και [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες