Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατατάλευρο
1 εγγραφή
πατατάλευρο το [patatálevro] Ο41 : σκόνη από πατάτες, σαν αλεύρι, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.

[λόγ. πατάτ(α) + άλευρον μτφρδ. γερμ. Kartoffelmehl]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες