Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατίνι
1 εγγραφή
πατίνι το [patíni] Ο44 : 1. κατασκευή ξύλινη ή μεταλλική που αποτελείται από μία επιμήκη βάση, με δύο ρόδες από τις οποίες η μπροστινή συνδέε ται με κάθετη δοκό που λειτουργεί σαν τιμόνι· το παιδί στηρίζεται με τα δυο του χέρια στο τιμόνι, πατάει το αριστερό πόδι στη βάση, ενώ με το δεξί σπρώχνει το έδαφος και κινείται προς τα εμπρός. 2. (αθλ.) καθένα από τα ειδικά πέδιλα, με ρόδες στο μεταλλικό πέλμα τους, που στερεώνο νται σε ειδικά παπούτσια και με τα οποία μπορεί ο αθλητής να κινείται με ταχύτητα σε λεία ή σε παγωμένη επιφάνεια· τροχοπέδιλο, παγοπέδιλο. || καθεμιά από τις επιμήκεις σανίδες, τις εφοδιασμένες με μικρούς τροχούς, που χρησιμοποιούνται από τα παιδιά για να τρέχουν, παίζοντας, σε επίπεδες επιφάνειες. ΦΡ κάνω τη ζωή κάποιου ~, τον ταλαιπωρώ πολύ με τις συνεχείς απαιτήσεις και ιδιοτροπίες μου. γίνομαι ~, ταλαιπωρούμαι πολύ.

[ιταλ. pattino (< γαλλ. patin) πληθ. pattini (προφ. [pá-] ) που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ο τόνος ίσως κατά τα άλλα ιταλ. δάν. σε -ίνι, π.χ. φιγουρίνι, φινιστρίνι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες