Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παστρεύω
1 εγγραφή
παστρεύω [pastrévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) καθαρίζω. α. απομακρύνω από ένα χώρο τη βρομιά: ~ το σπίτι. β. αφαιρώ τις φλούδες ή άλλα άχρηστα στοιχεία από λαχανικά, όσπρια κτλ.: ~ πατάτες / φασολάκια / φακές.

[μσν. παστρεύω < σπαστρεύω με ανομ. αποβ. του πρώτου [s] < *σπαρτεύω με επανάληψη του [s] της πρώτης συλλ. και μετάθ. του [r] < σπάρτ(ον) (που χρησιμοποιόταν για σκούπισμα) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες