Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παστίλια
1 εγγραφή
παστίλια η [pastíla] Ο25α : δισκίο που το λιώνουν στο στόμα: Παστίλιες για το βήχα.

[ιταλ. pastiglia < ισπαν. pastilla]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες