Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πασπατεύω [paspatévo] Ρ5.2α : (οικ.) αγγίζω κτ. ή κπ. με τα δάχτυλα που τα κινώ επανειλημμένα επάνω του, συνήθ. για να το περιεργαστώ: Mην το πασπατεύεις το ραδιόφωνο, γιατί θα το χαλάσεις. Άφησε το μωρό ήσυχο, μην το πασπατεύεις. Tου αρέσει να πασπατεύει τις γυναίκες, επικριτικά για κπ. που κάνει ερωτικές χειρονομίες. || ψαχουλεύω.
[μσν. πασπατεύω < (;)]