Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασούμι
1 εγγραφή
πασούμι το [pasúmi] Ο44 : (παρωχ.) είδος παπουτσιού και ιδίως παντόφλας.

[< πασουμ(άκι) -ι (αναδρ. σχημ.) επειδή θεωρήθηκε υποκορ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες