Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πασουμάκι το [pasumáki] Ο44α : είδος παντόφλας, κυρίως γυναικείας.
[τουρκ. paşmak -ι με ανάπτ. φων. ( [u] με επίδρ. του [k] ) για διάσπ. του συμφ. συμπλ.(;)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[τουρκ. paşmak -ι με ανάπτ. φων. ( [u] με επίδρ. του [k] ) για διάσπ. του συμφ. συμπλ.(;)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |