Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασιφιστής
1 εγγραφή
πασιφιστής ο [pasifistís] Ο7 θηλ. πασιφίστρια [pasifístria] Ο27 : ειρηνιστής.

[λόγ. < γαλλ. pacifiste (-iste = -ιστής)· λόγ. πασιφισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες