Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασιφανής
1 εγγραφή
πασιφανής -ής -ές [pasifanís] Ε10 : (λόγ.) ολοφάνερος. πασιφανώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πασιφανής· λόγ. πασιφαν(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες