Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πασαένας
1 εγγραφή
πασαένας ο [pasaénas] & πασαείς ο [pasaís] αντων. αόρ. (χωρίς πληθ.) : (λαϊκ.) ο καθένας.

[μσν. πασαείς από το θηλ. πάσα μία (δες πας) με μεταφορά στο αρσ. κατά το κάθε μία, κάθε ένας, και εξέλ. κατά το εις > ένας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες