Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρώνυμος -η -ο [parónimos] Ε5 : (γραμμ.) στον όρο παρώνυμες λέξεις και ως ουσ. τα παρώνυμα, για λέξεις που έχουν περίπου όμοια προφορά: Παρώνυμα με ίδια / με διαφορετική σημασία. Οι λέξεις “φόρα” και “φορά” είναι τονικά παρώνυμα με διαφορετική σημασία.
[λόγ. < γαλλ. paronyme (στη νέα σημ.) < αρχ. παρώνυμος `σχηματισμένος με μικρή αλλαγή από άλλο όνομα΄]