Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρώνυμο
1 εγγραφή
παρώνυμος -η -ο [parónimos] Ε5 : (γραμμ.) στον όρο παρώνυμες λέξεις και ως ουσ. τα παρώνυμα, για λέξεις που έχουν περίπου όμοια προφορά: Παρώνυμα με ίδια / με διαφορετική σημασία. Οι λέξεις “φόρα” και “φορά” είναι τονικά παρώνυμα με διαφορετική σημασία.

[λόγ. < γαλλ. paronyme (στη νέα σημ.) < αρχ. παρώνυμος `σχηματισμένος με μικρή αλλαγή από άλλο όνομα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες