Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρόξυνση
1 εγγραφή
παρόξυνση η [paróksinsi] Ο33 : η όξυνση.

[λόγ. παροξύν(ω) 1 -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες