Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρωθώ
1 εγγραφή
παρωθώ [paroθó] -ούμαι Ρ10.9 : παρακινώ.

[λόγ. < αρχ. παρωθῶ `απωθώ΄ σημδ. γαλλ. inciter]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες