Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρτσακλός
1 εγγραφή
παρτσακλός -ή -ό [partsaklós] Ε1 : (μειωτ.) για πρόσωπο που ντύνεται με τρόπο άκομψο, περίεργο και προκαλεί σχόλια ή για την αντίστοιχη συμπεριφορά: Παρτσακλό ντύσιμο / φέρσιμο. || (ως ουσ.) το παρτσακλό, για πρόσωπο. παρτσακλά ΕΠIΡΡ: Nτύνεται ~.

[ίσως τουρκ. parçak `κουρελιασμένο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες