Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρορμητικός -ή -ό [parormitikós] Ε1 : που γίνεται από παρόρμηση: Παρορμητικές πράξεις. Παρορμητικά λόγια. || Είναι ~ τύπος, αντιδρά ή ενεργεί με τρόπο παρορμητικό.
παρορμητικά & (λόγ.) παρορμητικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. παρορμητικός `διεγερτικός΄ σημδ. γαλλ. impulsif· λόγ. < μσν. παρορμητικώς < παρορμητικ(ός) -ώς]