Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παροξύτονος -η -ο [paroksítonos] Ε5 : 1. (γραμμ.) α. (στο μονοτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα. β. (στο πολυτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα με οξεία (και όχι με περισπωμένη). 2. (μετρ.) στίχος με τονισμένη την προτελευταία συλλαβή του: Iαμβικοί πεντασύλλαβοι, παροξύτονοι στίχοι.
[λόγ. < ελνστ. παροξύτονος]