Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παροξύτονος
1 εγγραφή
παροξύτονος -η -ο [paroksítonos] Ε5 : 1. (γραμμ.) α. (στο μονοτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα. β. (στο πολυτονικό σύστημα) για λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα με οξεία (και όχι με περισπωμένη). 2. (μετρ.) στίχος με τονισμένη την προτελευταία συλλαβή του: Iαμβικοί πεντασύλλαβοι, παροξύτονοι στίχοι.

[λόγ. < ελνστ. παροξύτονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες