Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρομοιαστικός
1 εγγραφή
παρομοιαστικός -ή -ό [paromiastikós] Ε1 : που παρομοιάζει κτ. με κτ. άλλο: Παρομοιαστικά σχόλια. Παρομοιαστική παρατήρηση / διατύπωση. Παρομοιαστικά επιρρήματα.

[λόγ. παρομοιασ- (παρομοιάζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες