Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρντόν
1 εγγραφή
παρντόν [pardón] & μπαρντόν [bardón] : (προφ.) αντί των τυπικών εκφράσεων φιλοφροσύνης “με συγχωρείτε”, “συγγνώμη”: ~, κύριε, μπορώ να περάσω; || (ως ουσ.).

[λόγ. < γαλλ. pardon· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες