Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρντόν [pardón] & μπαρντόν [bardón] : (προφ.) αντί των τυπικών εκφράσεων φιλοφροσύνης “με συγχωρείτε”, “συγγνώμη”: ~, κύριε, μπορώ να περάσω; || (ως ουσ.).
[λόγ. < γαλλ. pardon· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα - μπιστόλα]