Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρκετάρω
1 εγγραφή
παρκετάρω [parketáro] Ρ6α μππ. παρκεταρισμένος : αλείφω ένα δάπεδο, συνήθ. ξύλινο, με παρκετίνη και το τρίβω, έτσι ώστε να αποκτήσει γυαλάδα.

[παρκέτ(ο < ιταλ. parchetto < γαλλ. parquet) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες