Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρευρίσκομαι
1 εγγραφή
παρευρίσκομαι [parevrískome] Ρ αόρ. παρευρέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και παρευρέθη, παρευρέθησαν, απαρέμφ. παρευρεθεί & παραβρίσκομαι [paravrískome] Ρ αόρ. παραβρέθηκα, απαρέμφ. παραβρεθεί : είμαι παρών, παρίσταμαι κάπου (σ΄ ένα χώρο, σε μια εκδήλωση κτλ.): Στη συγκέντρωση παραβρέθηκαν βουλευτές της περιοχής και εκπρόσωποι τοπικών οργανώσεων.

[λόγ. παρ(α)- 1 ευρίσκομαι μτφρδ. γαλλ. y être (διαφ. το αρχ. παρευρίσκω, -ομαι `ανακαλύπτω επιπλέον΄)· προσαρμ. στη δημοτ. με εισαγωγή ολόκληρου του προθήματος παρα- 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες