Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρερμηνεία
1 εγγραφή
παρερμηνεία η [parerminía] Ο25 : εσφαλμένη ερμηνεία, κατανόηση ή και απόδοση (κυρ. λόγων, κειμένων), παρανόηση: Tο μπέρδεμα οφείλεται σε ~ συγκεκριμένων διατάξεων του νέου νόμου. Ο πρωθυπουργός κατηγόρησε την αξιωματική αντιπολίτευση για σκόπιμη ~ των δηλώσεών του.

[λόγ. παρερμη ν(εύω) -εία κατά το σχ.: ερμηνεύω - ερμηνεία μτφρδ. αγγλ. misinter pretation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες