Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρεμβολή
1 εγγραφή
παρεμβολή η [paremvolí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παρεμβάλλω: Προσπάθησαν να καθυστερήσουν την υπογραφή της συμφωνίας με την ~ προσκομμάτων και εμποδίων. 2. (στο ραδιόφωνο, συνήθ. πληθ.) σήμα κάποιου σταθμού εκπομπής, που εισέρχεται στην εκπομπή άλλου σταθμού, ο οποίος λειτουργεί στην ίδια ή σε παραπλήσια συχνότητα: Οι παρεμβολές δημιουργούν παράσιτα και δυσχεραίνουν τις τηλεπικοινωνίες. 3. (μτφ., προφ.) η ενοχλητική, θορυβώδης επέμβαση κάποιου σε επικοινωνία τρίτων: Mην κάνεις παρεμβολές, γιατί συζητάμε σοβαρά.

[λόγ. < αρχ. παρεμβολή `εισαγωγή΄ σημδ. αγγλ.(;) interference]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες