Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρελθόν
6 εγγραφές [1 - 6]
παρελθόν το [parelθón] Ο52 : 1. ο χρόνος, το χρονικό διάστημα που έχει ήδη περάσει, που έχει προηγηθεί της παρούσας χρονικής στιγμής: Πρόσφατο / κοντινό / μακρινό / απώτερο ~. Ο ύποπτος έχει απασχολήσει επανειλημμένα κατά το ~ την αστυνομία. Mνήμες / εικόνες από το ~. Ο χρόνος γίνεται αντιληπτός ως ~, παρόν και μέλλον. Aναδρομή στο ~. Οι ιστορικοί ερευνούν το ~. Kτ. ανήκει στο / αποτελεί ~, έχει παρέλθει οριστικά, ανεπίστρεπτα: Tο καθεστώς της δουλείας ανήκει στο ~. || (γραμμ.) γραμματικός τύπος που τοποθετεί το γεγονός ή την κατάσταση που δηλώνει το ρήμα στο παρελθόν: Οι χρόνοι του παρελθόντος είναι τρεις: ο παρατατικός, ο αόριστος κι ο υπερσυντέλικος. 2. τα περασμένα γεγονότα, η περασμένη ζωή ατόμων, ομάδων, κοινωνιών, λαών κτλ., η ιστορία τους: H Ελλάδα έχει σπουδαίο ~ αλλά αβέβαιο μέλλον. H πόλη έχει ένδοξο ιστορικό ~. Άνθρωπος με σκοτεινό / ύποπτο / λαμπρό / πλούσιο / φτωχό ~. Ο πολιτισμός ενός λαού αποτελεί κληρονομιά του παρελθόντος. Ξέχνα το ~. Tην παντρεύτηκε αδιαφορώντας για το ~ της. || Γυναίκα / άντρας με ~, με πλούσια εμπειρία, κυρίως ερωτική (και αρνητικά ιδίως για γυναίκες).

[λόγ.: 1: αρχ. παρελθόν· 2: σημδ. γαλλ. passé]

παρελθοντικός -ή -ό [parelθondikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο παρελθόν: Παρελθοντικοί χρόνοι.

[λόγ. παρελθοντ- (παρελθόν) -ικός]

παρελθοντολογία η [parelθondolojía] Ο25 : (αρνητικά) η συχνή, επίμονη αναφορά σε γεγονότα ή σε καταστάσεις που ανήκουν πια στο (αρκετά μακρινό) παρελθόν: Aς αφήσουμε την ~ κι ας ασχοληθούμε με το μέλλον της χώρας.

[λόγ. παρελθοντ- (παρελθόν) -ο- + -λογία]

παρελθοντολογικός -ή -ό [parelθondolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην παρελθοντολογία. παρελθοντολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. παρελθοντολο γ(ία) -ικός]

παρελθοντολογώ [parelθondoloγó] Ρ10.9α : (αρνητικά) αναφέρομαι συχνά και επίμονα σε γεγονότα ή σε καταστάσεις που ανήκουν πια στο (αρκετά μακρινό) παρελθόν.

[λόγ. παρελθοντο(λογία) -λογώ]

παρελθών -ούσα -όν [parelθón] Ε12α : (λόγ.) (για χρόνο) που έχει ήδη περάσει, παρέλθει: H παρελθούσα εβδομάδα / πενταετία / δεκαετία. Εκκρεμεί ο έλεγχος φορολογικών δηλώσεων παρελθόντων ετών. || Σε παρελθόντα χρόνο, στο παρελθόν. || (ως ουσ.) το παρελθόν*.

[λόγ. < αρχ. παρελθών, μτχ. αορ. του παρέρχομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες