Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρειά
1 εγγραφή
παρειά η [pariá] Ο24 : (λόγ.) 1. το μάγουλο. 2. (μτφ.) καμπύλο πλευρικό τοίχωμα (σκευών, αγγείων, πλοίων κτλ.).

[λόγ. < αρχ. παρειά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες