Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρείσακτος
1 εγγραφή
παρείσακτος -η -ο [parísaktos] Ε5 : που παρουσιάζεται κάπου απρόσκλητος, που δεν ανήκει, που δεν εντάσσεται οργανικά, αρμονικά σε έναν κοινωνικό χώρο και γι΄ αυτό είναι ή αισθάνεται αταίριαστος, ενοχλητικός, ξένος: Aισθάνεται ~ μέσα στην παρέα. Aποφάσισαν να απομονώσουν τον παρείσακτο.

[λόγ. < ελνστ. παρείσακτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες