Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραϊατρικός
1 εγγραφή
παραϊατρικός -ή -ό [paraiatrikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε δραστηριότητες βοηθητικές της ιατρικής επιστήμης: Παραϊατρικά επαγγέλματα, νοσοκόμοι, οδοντοτεχνίτες, βοηθοί ακτινολόγου, μικροβιολόγου κτλ.

[λόγ. παρα- 1 ιατρικός μτφρδ. αγγλ. paramedical]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες