Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραχώνομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
παραχώνομαι [paraxónome] Ρ1β : (λαϊκ.) ενοχλώ κπ. υπερβολικά: Mη μου παραχώνεσαι, γιατί θα σε δείρω.

[παρα- 2 + χώνομαι]

παραχώνω [paraxóno] -ομαι Ρ1 : 1. βάζω κτ. μέσα στη γη (σε λάκκο) και το καλύπτω (με χώμα)· θάβω: Στα θεμέλια του παλιού σπιτιού βρέθηκε παραχωμένος ένας τενεκές με λίρες. Tα σκυλιά συνηθίζουν να παραχώνουν τα κόκαλα. 2. (λαϊκότρ.) τοποθετώ νεκρό σε τάφο, ενταφιάζω, θά βω: Tον παράχωσαν στα γρήγορα χωρίς καλά καλά να τον διαβάσουν. 3. βάζω κτ. κάπου βαθιά (συνήθ. για να το κρύψω), καταχωνιάζω: Παράχωσε τα χρήματα στο βάθος του σεντουκιού. || (μτφ.): Περιστατικά παραχωμένα στα βάθη της μνήμης.

[παρα- 1 χώνω (διαφ. το αρχ. παραχώννυμι `χτίζω ανάχωμα΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες