Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραφωνώ [parafonó] Ρ10.9α : κάνω, δημιουργώ παραφωνία, φαλτσάρω.
[λόγ. παραφων(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. παραφωνῶ `διακόπτω για να μιλήσω΄)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. παραφων(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το ελνστ. παραφωνῶ `διακόπτω για να μιλήσω΄)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |