Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραφροσύνη
1 εγγραφή
παραφροσύνη η [parafrosíni] Ο30 : 1. (ιατρ.) ισχυρή διανοητική και ψυχική διαταραχή, τρέλα. 2. (με υπερβολή) α. ασύνετη, αλόγιστη ενέργεια: Aυτό που πας να κάνεις είναι καθαρή ~. β. κατάσταση που προκύπτει από την απώλεια, από την έλλειψη λογικού ελέγχου, διανοητικής ή ψυχικής ισορροπίας: Mέσα στην ~ του, είπε και έκανε πράγματα υπερβολικά. Mετά τη νίκη της ομάδας επικράτησε μια γενική ~, υπερβολική χαρά, ενθουσιασμός.

[λόγ. < αρχ. παραφροσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες