Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρατρώω
1 εγγραφή
παρατρώω [paratróo] Ρ (βλ. και τρώω) αόρ. παράφαγα και παραέφαγα, απαρέμφ. παραφάει : τρώω υπερβολικά, πάνω από το μέτρο, από το κανονικό: Παράφαγα και βαρυστομάχιασα.

[παρα- 2 + τρώω (διαφ. το αρχ. παρατρώγω `τραγανίζω΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες