Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρατακτικός -ή -ό [parataktikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στην παράταξη3: Παρατακτική σύνδεση (προτάσεων), τρόπος σύνδεσης κατά τον οποίο οι προτάσεις τοποθετούνται ισοδύναμες η μια δίπλα στην άλλη. ANT υποτακτική σύνδεση. Παρατακτικοί σύνδεσμοι, αυτοί που χρησιμοποιούνται για να συνδέουν ισοδύναμες προτάσεις. ANT υποτακτικοί: Οι συμπλεκτικοί, οι αντιθετικοί κ.ά. είναι παρατακτικοί σύνδεσμοι.
παρατακτικά ΕΠIΡΡ: Οι δύο προτάσεις συνδέονται ~. [λόγ. < νλατ. para tacticus < αρχ. παρατακ- (παρατάσσω) -ticus = -τικός]