Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραστέκομαι [parastékome] Ρ (βλ. στέκομαι) & παραστέκω [parastéko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. παράστεκα : βρίσκομαι κοντά σε κπ. και τον βοηθώ, τον περιποιούμαι, τον στηρίζω: Tου παραστάθηκε στην αρρώστια του / στις δυσκολίες. Δεν έχει κανένα να του παραστέκει στα γεράματά του.
[μσν. παραστέκω < παρα- 1 στέκω και μέσο κατά το στέκομαι]