Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρασκευαστής
1 εγγραφή
παρασκευαστής ο [paraskevastís] Ο7 θηλ. παρασκευάστρια [paraskevá stria] Ο27 : ειδικευμένος βοηθός επιστημονικού (πανεπιστημιακού ή άλλου) εργαστηρίου (χημικού, μικροβιολογικού, ακτινολογικού κτλ.).

[λόγ. < αρχ. παρασκευαστής `προμηθευτής΄ σημδ. γαλλ. préparateur· λόγ. παρασκευασ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες