Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραπόρτι
1 εγγραφή
παραπόρτι το [parapórti] Ο44 : 1. μικρή, δευτερεύουσα εξώπορτα σπιτιού. 2. πίσω πόρτα ή πόρτα υπηρεσίας.

[μσν. παραπόρτιον < παρα- 1 πόρτ(α) -ιον > ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες