Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραπόρτι το [parapórti] Ο44 : 1. μικρή, δευτερεύουσα εξώπορτα σπιτιού. 2. πίσω πόρτα ή πόρτα υπηρεσίας.
[μσν. παραπόρτιον < παρα- 1 πόρτ(α) -ιον > -ι]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. παραπόρτιον < παρα- 1 πόρτ(α) -ιον > -ι]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |