Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραπονετικός
1 εγγραφή
παραπονετικός -ή -ό [paraponetikós] Ε1 : παραπονιάρικος. παραπονετικά ΕΠIΡΡ.

[παραπονε- (παραπονιέμαι) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες