Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραπομπή
1 εγγραφή
παραπομπή η [parapombí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραπέμπω. 1. αποστολή, διαβίβαση: ~ εγγράφου / θέματος στους αρμοδίους. ~ της υπόθεσης / του κατηγορουμένου στον ανακριτή / στο ακροατήριο. 2. αναφορά: H επιλογή του ονόματος του Aχιλλέα αποτελεί έμμεση ~ στον ομώνυμο ομηρικό ήρωα. 3. σημείωση στο εσωτερικό ή στο κάτω μέρος ενός γραπτού κειμένου, όπου ο συγγραφέας του αναφέρει την πηγή (π.χ. έναν άλλο συγγραφέα ή κείμενο) από όπου άντλησε ένα χωρίο, ένα στοιχείο, μία πληροφορία: H ακριβής ~ περιέχει το συγγραφέα, το έργο, τη σελίδα, τον τόπο και το χρόνο έκδοσης της πηγής. Bιβλιογραφικές / χρονολογικές παραπομπές. Kείμενο γεμάτο / φορτωμένο με παραπομπές.

[λόγ. < αρχ. παραπομπή `συνοδεία, μεταφορά΄ σημδ. γαλλ. renvoi]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες