Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραπλανώ
1 εγγραφή
παραπλανώ [paraplanó] -ιέμαι Ρ10.1 & -ώμαι Ρ11 : ενεργώ, συμπεριφέρομαι με τρόπο που οδηγεί, που παρασύρει κπ. στη διαμόρφωση εσφαλμένων αντιλήψεων και συμπερασμάτων, γίνομαι αιτία να ξεγελαστεί, να εξαπατηθεί κάποιος: Ο τύπος οφείλει να ενημερώνει και όχι να παραπλανά. Mε ψεύτικες υποσχέσεις προσπαθούν να παραπλανήσουν τον ελληνικό λαό. Οι αρχικές ενδείξεις παραπλάνησαν την αστυνομία και οδήγησαν τις έρευνες σε λάθος κατεύθυνση.

[λόγ. < ελνστ. παραπλανῶμαι (ενεργ. παραπλανῶ `χάνω το δρόμο μου΄), κατά το πλανώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες