Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραπανίσιος
1 εγγραφή
παραπανίσιος -α -ο [parapanísxos] Ε4 : 1. που υπερβαίνει (σε ποσότητα, σε αριθμό) το κανονικό, το απαιτούμενο· που περισσεύει, πλεονάζει: Yπάρχει καμιά παραπανίσια κουβέρτα να σκεπαστώ, γιατί κρυώνω; Έπεσε λίγο παραπανίσιο αλάτι στο φαΐ. Δεν τα ΄χουμε παραπανίσια (τα λεφτά), δε μας περισσεύουν. 2. που είναι περιττός, άχρηστος: Άσε τα παραπανίσια λόγια. Kάνει δίαιτα για να χάσει τα παραπανίσια κιλά της. παραπανίσια ΕΠIΡΡ.

[παραπάν(ω) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες