Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παρανόμι
2 εγγραφές [1 - 2]
παρανόμι το [paranómi] Ο44 : (λαϊκότρ.) επώνυμο ή παρατσούκλι, παρω νύμιο.

[μσν. παρανόμι < παρα- 1 όνομ(α) -ι με αποβ. του [o] για αποφυγή της χασμ.]

παρανομία η [paranomía] Ο25 : 1. η παράβαση του νόμου, η ενέργεια, η πράξη που έρχεται σε αντίθεση με τους υπάρχοντες νόμους: Kάθε ~ πρέπει να τιμωρείται. Έκανε μια περιουσία με παρανομίες και κλεψιές. Kατά τη διάρκεια του ελέγχου διαπιστώθηκαν πολλές παρανομίες. 2. κατάστα ση, όπου οι παραβάσεις και οι συγκρούσεις με το νόμο αποτελούν μόνιμο, χαρακτηριστικό στοιχείο: Zει / είναι βουτηγμένος μέσα στην ~. 3. κατάσταση, όπου κάποιος έχει παραβιάσει το νόμο ή έχει έρθει σε σύγκρουση με κάποιο καθεστώς και προσπαθεί να αποφύγει τη δίωξη, τη σύλληψη ή την καταδίκη του: Tα στελέχη της αντικαθεστωτικής οργάνωσης πέρασαν / δρουν στην ~.

[λόγ. < αρχ. παρανομία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες